Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ JONATHAN BRIGHT ΣΤΗΝ GREEK PARANORMAL SOCIETY

(click here for a shorter version in English)

Ο Jonathan Bright είναι ένας απ' τους γνωστότερους σύγχρονους Έλληνες ερευνητές του παράξενου. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά συλλογικά έργα των εκδόσεων Αρχέτυπο και άγνωστο και σε περιοδικά όπως το Strange και Μυστική Ελλάδα, και πιο πρόσφατα στο Αγγλικό, Fortean Times. Στην Ελλάδα είναι επίσης γνωστός από τις εμφανίσεις του σε τηλεοπτικές εκπομπές όπως οι Πύλες του Ανεξήγητου και ο Κώδικας Μυστηρίων, αλλά και συνεντεύξεις σε διάφορες ραδιοφωνικές εκπομπές και σελίδες του διαδικτύου. Τα τελευταία χρόνια έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την διερεύνηση γνωστών θρύλων και μυστηρίων κι έχει συγκεντρώσει ένα πλούσιο υλικό, η παρουσίαση του οποίου στην Ελλάδα και το εξωτερικό είναι στα άμεσα σχέδιά του.  

1)Φίλε jonathan καταρχάς εκ μέρους του greek paranormal society σε ευχαριστούμε που απάντησες θετικά στην πρόσκληση μας για αυτή την συνέντευξη. Είσαι ένας από τους λίγους εντός Ελλάδας που έχεις ασχοληθεί με έρευνες για την απόδειξη των "πνευμάτων" και για συλλογή πληροφοριών. Μπαίνω κατευθείαν στην ερώτηση μου. Τί είναι για σένα το ghost hunting?

Κι εγώ σας ευχαριστώ για την πρόσκληση.
Καταρχήν θα πρέπει να διευκρινήσω πως οι έρευνές μου ποτέ δεν είχαν ως στόχο την απόδειξη της ύπαρξης «πνευμάτων» κι αυτό γιατί, σε αντίθεση ίσως με την γενική εντύπωση που υπάρχει για όσους ενδιαφέρονται για τέτοια θέματα, η ενασχόλησή μου με το παράξενο και η προσπάθεια εξερεύνησης του αγνώστου δεν είναι αποτέλεσμα της ανάγκης επιβεβαίωσης πως υπάρχει συνέχεια μετά τον θάνατο.  Απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα, που συνήθως χαρακτηρίζονται «μεταφυσικά», μπορεί κανείς να λάβει μέσα από τη φιλοσοφική διερεύνηση αυτών των ζητημάτων, που είναι αποτέλεσμα κυρίως της εσωτερικής αναζήτησης (τις σημαντικότερες απαντήσεις νομίζω πως τις παίρνει κανείς ερευνώντας τα μυστικά του «εαυτού») και λιγότερο της εξωτερικής έρευνας, τα αποτελέσματα της οποίας συνήθως περιορίζονται σε μια φαινομενολογική παρατήρηση που δεν είναι αρκετή για να βγάλει κανείς ασφαλή συμπεράσματα.
Αυτό φυσικά δεν ακυρώνει την αξία της εξωτερικής έρευνας – ζούμε μέσα σ’ έναν παράξενο κόσμο, και είναι λογικό να νιώθουμε την ανάγκη να τον γνωρίσουμε, προσδιορίζοντας έτσι τη θέση μας σ’αυτόν. Και, παρόλη την περιθωριοποίηση που συνήθως συνεπάγεται, κρύβει αρκετή γοητεία ο ρόλος του «εξερευνητή» που καλούμαστε να παίξουμε, στην προσπάθεια ν’ανακαλύψουμε και να μελετήσουμε τις πιο άγνωστες και μυστηριώδεις πτυχές του. 
Το ‘ghost-hunting’, ή «κυνήγι φαντασμάτων», λοιπόν, για το οποίο με ρώτησες, ως μια τέτοια μορφή έρευνας μπορεί σε κάποιο βαθμό να εκπληρώσει αυτό το έργο και να προσφέρει αρκετές συγκινήσεις σε φιλόδοξους «εξ-ερευνητές». Βέβαια με την ολοένα αυξανόμενη προβολή του τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως με τις πολυάριθμες ριάλιτι σειρές και τις σχετικές ταινίες που παράγονται κάθε χρόνο, πλέον έχει δημιουργήσει τη δική του κουλτούρα, μέσα από την οποία διαφαίνονται και κάποιοι αρκετά σαφείς προσανατολισμοί όσον αφορά τους στόχους της έρευνας και τα στοιχεία που αυτή ευελπιστεί να συλλέξει. Η συνήθης μεθοδολογία που ακολουθείται, η οποία στηρίζεται στην παρατήρηση και καταγραφή ενεργειακών ή κυματικών «ανωμαλιών» με τη χρήση διαφόρων μικροσυσκευών και μηχανημάτων φιλοδοξεί να προσδώσει ένα επιστημονικό (ή, κατ' άλλους, «ψευδο-επιστημονικό») υπόβαθρο και μεγαλύτερο κύρος στην έρευνα. Στον αντίποδα βέβαια, υπάρχει η άποψη πως η ερμηνεία των δεδομένων που προκύπτουν με αυτόν τον τρόπο ως ένδειξη ή ακόμα και απόδειξη της παρουσίας «πνευμάτων» στον χώρο είναι αυθαίρετη, κάτι που σε μεγάλο βαθμό θεωρώ πως είναι σωστό -άλλωστε αυτό ισχύει και για την ίδια την πεποίθηση περί της ύπαρξης «πνευμάτων», που κατά κανόνα, στο 'ghost hunting' γίνεται αξιωματικά αποδεκτή.
Αν και είμαι νομίζω από τους πρώτους που παρουσίασαν στην χώρα μας αυτό το είδος της έρευνας, σύμφωνα τουλάχιστον με τα πρότυπα της τεχνικής που ακολουθείται στη σύγχρονή της μορφή, με την παραστατική δημοσίευση στο περιοδικό Μυστική Ελλάδα της έρευνας μιας περίπτωσης ‘poltergeist’, που είχα διεξαγάγει σε κάποιο σπίτι στην Αττική, γενικότερα, προσπαθώ να λειτουργώ απελευθερωμένος από κάθε τύπου φόρμες και κάθε λογής αυθαίρετες αποδοχές. Αν υπήρχε κάποιο motto που να αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τις αρχές που εφαρμόζω στην δική μου έρευνα, αυτό θα ήταν, «τίποτα δεν γίνεται αξιωματικά αποδεκτό – τα πάντα είναι ανοικτά προς διερεύνηση...»
Εκείνο που προσωπικά λοιπόν με ιντριγκάρει δεν είναι η απόδειξη πως υπάρχουν «πνεύματα» νεκρών που εξακολουθούν να βρίσκονται ανάμεσά μας, αλλά γενικότερα, η διερεύνηση φαινομένων τα οποία, αν και είναι συνήθως γνωστά για εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια, εξακολουθούν να είναι σκεπασμένα από ένα πέπλο μυστηρίου. Αποβάλλοντας τις συμβατικές αποδοχές και προκαταλήψεις (απ’ όποιον χώρο κι αν προέρχονται αυτές), πιστεύω πως έρχομαι πιο κοντά σ’ αυτό που κατά βάση μ’ ενδιαφέρει: στην προσέγγιση της αλήθειας που βρίσκεται πίσω από τέτοια μυστηριώδη φαινόμενα, που τόσο η Παράδοση, όσο κι η επιστήμη αδυνατούν, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, να εξηγήσουν ικανοποιητικά και συνήθως αρκούνται στο να εξετάζουν επιδερμικά και να δημιουργούν ορολογίες με τις οποίες το μόνο που επιτυγχάνουν είναι η κατηγοριοποίησή τους. Και μαζί μ' αυτό, τη δημιουργία της ψευδαίσθησης πως τα φαινόμενα αυτά έχουν διερευνηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό και είναι επαρκώς κατανοητά.
Με γνώμονα τα παραπάνω λοιπόν, γενικά προτιμώ να αναφέρομαι σ' αυτό που κάνω ως «έρευνα κάποιων ιδιαίτερων τόπων και παράξενων φαινομένων», παρά ως «κυνήγι φαντασμάτων».
  
2).Εαν είχες την πολυτέλεια να φτιάξεις μια ομάδα ερευνητών-κυνηγών, τι άτομα θα διάλεγες?(π.χ από ηλικίες μέχρι και ειδικούς σε κάποιους τομείς). Θα έβαζες στην ομάδα σου ένα μέντιουμ? ή έναν αλαφροίσκιωτο? έναν σκεπτικιστή?

Σε πολλές από τις έρευνές μου έχουν συμμετάσχει διάφοροι φίλοι ερευνητές. Άλλοτε είμασταν μόνο 2 άτομα, κι άλλοτε αρκετοί (7-8) ώστε να χωριστούμε σε δύο μικρότερες ομάδες, αλλά κάθε φορά λειτουργούσαμε συλλογικά, με τις αρμοδιότητες να μοιράζονται ανάλογα με την κάθε περίσταση, τις ιδιαίτερες ικανότητες του καθενός και βέβαια τον αριθμό των διαθέσιμων χεριών (-δυστυχώς, τα δύο δικά μου, σε καμία σχεδόν τέτοια έρευνα μέχρι σήμερα δεν μου φάνηκαν αρκετά...). Μάλιστα την άτυπη αυτή ομάδα, την έχω ονομάσει ‘Urban Tales’ ‘Jonathan Bright’s Urban Tales’, μια και ο σταθερός πυρήνας και οργανωτής των ερευνών ήμουν εγώ), και έτσι συνήθως υπογράφω τις διάφορες εξερευνητικές μου αποστολές.

Με ρωτάς, αν θα υπήρχε χώρος για έναν αλαφροϊσκιωτο, ένα μέντιουμ, ή έναν σκεπτικιστή μέσα σε μια τέτοια ομάδα. Λοιπόν, νομίζω πως μια δόση από όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα έχω κι ο ίδιος... Σε κάποιο βαθμό όλα χρειάζονται και ίσως όλα να μπορούν να προσφέρουν κάτι σε μια έρευνα, όταν διοχετεύονται με τη σωστή δόση και τον σωστό τρόπο. Για παράδειγμα, υπάρχουν στιγμές όταν βρίσκομαι σ' έναν ιδιαίτερο τόπο που μπορεί να νιώσω μια ενστικτώδη παρόρμηση να δράσω μ' έναν συγκεκριμένο τρόπο, να τραβήξω μια φωτογραφία προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, να επιλέξω να χρησιμοποιήσω κάποιο συγκεκριμένο όργανο, κλπ... Όπως είναι αυτονόητο, δεν μπορώ να είμαι βέβαιος για το τι θα συνέβαινε αν οι επιλογές μου ήταν διαφορετικές, όμως νομίζω πως κάποια σημαντικά στοιχεία στις έρευνές μου έχουν προκύψει με αυτόν τον τρόπο.
Βέβαια, θα συμφωνήσω πως η προσωπική εμπειρία από μόνη της δεν μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτή ως «αντικειμενικό» στοιχείο. Όπως όμως τα όργανα καταγράφουν τις διάφορες μεταβολές σε κάποιο πεδίο, έτσι και το ανθρώπινο σώμα είναι εκτεθειμένο σε διάφορες μορφές ενέργειας και επηρεάζεται από αυτές, (όπως για παράδειγμα από την ηλεκτρομαγνητική ενέργεια, η μεταβολή της οποίας ούτως ή άλλως σε τέτοιες έρευνες συνήθως εκλαμβάνεται ως πιθανή ένδειξη και για κάτι άλλο που μπορεί να συμβαίνει στο χώρο), επομένως δεν είναι λάθος να δίνει κανείς προσοχή και στα σημάδια που ίσως συλλαμβάνει η εσωτερική του κεραία –εξετάζοντας βέβαια πάντα και τον ρόλο που η ψυχολογική διάθεση μπορεί να παίζει στη διαμόρφωση της εμπειρίας την δεδομένη στιγμή.

Όπως ξέρουν καλά αρκετοί φίλοι μου (ειδικά εκείνοι που έχει χρειαστεί να βοηθήσουν στο κουβάλημα), σε τέτοιες αποστολές, συνήθως φέρνω μαζί κάμποσες τσάντες με μηχανήματα καταγραφής, μετρητές και κάθε λογής παράξενα γκατζετάκια -ορισμένες φορές, ακόμα και δικής μου επινόησης. Μπορεί κάποια στιγμή να πειραματιστώ μ’ αυτά («τα πάντα είναι ανοικτά προς διερεύνηση»), αλλά, όπως είπα και νωρίτερα, αυτό δεν κάνει απαραίτητα την έρευνα πιο «επιστημονική», αφού η ερμηνεία των όποιων ενδείξεων και η ακριβής σημασία τους δεν είναι πάντα ξεκάθαρη και σαφής. Υπάρχουν φορές που η «διαισθητική αντίληψη» (που μπορεί να είναι πιο οξυμένη σε άτομα περισσότερο «ευαίσθητα» σε κάποιες συχνότητες) θα μπορούσε να αποδειχτεί το ίδιο σημαντική, αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για φαινόμενα που συχνά δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά με τις βασικές μας αισθήσεις. Κι έπειτα, η ιδέα πως ο παρατηρητής –συνειδητά, ή ίσως και υποσυνείδητα- μπορεί να αλληλεπιδρά με το φαινόμενο που παρατηρείται είναι καθαρά επιστημονική, επομένως έτσι κι αλλιώς υπεισέρχεται στην έρευνα ο ανθρώπινος παράγοντας.
Γενικά είμαι αρκετά επιφυλακτικός με τα «μέντιουμ» που βλέπουμε κάποιες φορές να συμμετέχουν σε τέτοιες εκπομπές, όπως είπαμε άλλωστε, ο σκεπτικισμός είναι επίσης απαραίτητος σε κάποιο βαθμό (είμαι καταρχήν σκεπτικός, αλλά όχι σκεπτικιστής). Ωστόσο, αν και δεν έχει τύχει να το δοκιμάσω ποτέ (ίσως επειδή δεν έχω γνωρίσει το κατάλληλο τέτοιο άτομο που θα μπορούσα να εμπιστευτώ), δεν θα έβλεπα το λόγο να αποκλείσω τη συμμετοχή σε μια έρευνα ενός ιδιαίτερα «ευαίσθητου» ατόμου και να πειραματιστώ με τις δυνατότητές του, όπως θα έκανα και με κάποια από εκείνες τις παράξενες συσκευές. Άλλωστε με τη διερεύνηση των ικανοτήτων των μέντιουμ έχει ασχοληθεί τον περασμένο αιώνα αρκετά η Παραψυχολογία -στη βιβλιοθήκη μου έχω τόμους ολόκληρους από εκδόσεις της Εταιρείας Ψυχικών ερευνών με εκτενείς καταγραφές τέτοιων πειραμάτων.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, επαναλαμβάνω, όταν τα δεδομένα περνούν μέσα από υποκειμενικά φίλτρα θα πρέπει να εξετάζονται πολύ προσεκτικά και συνδιαστικά με όλα τα υπόλοιπα διαθέσιμα στοιχεία. Το μυστικό είναι να υπάρχει ισορροπία.
Στην πράξη πάντως, όταν η διάρκεια της έρευνας είναι περιορισμένη, μου μένει πολύ λίγος χρόνος για άλλους πειραματισμούς, αφού συνήθως ρίχνω το μεγαλύτερο βάρος στα πολυάριθμα και ποικίλα μέσα καταγραφής που έχω πάντα μαζί, τα οποία καλύπτουν ένα αρκετά ευρύτερο φάσμα από αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τα αισθητήρια όργανα. Επειδή μάλιστα αυτά που καταγράφονται αρκετές φορές είναι εντυπωσιακά, συνηθίζω να λέω ότι περισσότερο «αλαφροϊσκιωτες» από μένα είναι οι... φωτογραφικές μηχανές μου...
3.)Η εμπειρία σου μέχρι τώρα τι σου έχει δείξει για την παρουσία πνευμάτων? και κάτι ακόμη, υπάρχουν "καλά" και "κακά" πνεύματα?

Με τον όρο «πνεύμα» συνήθως αναφερόμαστε σε κάποιο μέρος της συνείδησης, ή του «εγώ», που πιστεύεται πως κάτω από κάποιες συνθήκες μπορεί να μένει παγιδευμένο μετά τον θάνατο και να «στοιχειώνει» κάποιον χώρο, ή κάποιον άνθρωπο. Η έννοια αυτή, (παρόλο που παραδοσιακά συχνά ταυτίζονται) για μένα είναι τελείως διαφορετική από εκείνη του «φαντάσματος» (πλησιέστερη ετυμολογικά αγγλική λέξη, 'apparition'), που βασικά είναι αυτό που φαίνεται –από το ρήμα «φαίνω»-, ένα φαινόμενο. Το «πνεύμα» είναι κάτι πιο συγκεκριμένο, δεν είναι μόνο κάτι που φαίνεται, ή που γενικότερα γίνεται με κάποιον τρόπο αντιληπτό, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και μια ερμηνεία αυτού.
Έχοντας κάνει αυτή τη διευκρίνηση, μπορώ λοιπόν να σου πω ότι τα μέχρι στιγμής δεδομένα που έχω συλλέξει δεν επαρκούν για να μου πουν πολλά σχετικά με την παρουσία, ή μη, «πνευμάτων». Μπορώ να σου δείξω διάφορα «φαντάσματα» που έχω καταγράψει, αλλά δεν μπορώ να ισχυριστώ με βεβαιότητα πως ανάμεσά τους υπάρχουν και «πνεύματα». Λέγοντας αυτό (για να καταλάβεις γιατί έλεγα νωρίτερα πως η φαινομενολογική παρατήρηση δεν είναι αρκετή για να μας δώσει ασφαλή συμπεράσματα), εννοώ πως ακόμα κι όταν κατά τη διάρκεια της έρευνας καταγραφεί κάποια εκδήλωση στο χώρο, που φαινομενικά ίσως και να ταιριάζει με την παραδοσιακή ιδέα που έχουμε περί «πνευμάτων», (όπως για παράδειγμα, η εικόνα φασματικών προσώπων με ξεκάθαρα χαρακτηριστικά, ή ακόμα και ολόκληρων ανθρωπίνων σιλουετών, ή ηχητικά ντοκουμέντα, όπως φωνές), κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος κατά πόσο αυτό που κατέγραψε είναι μια «συνείδηση» που έχει παγιδευτεί στο χώρο, ή αν πρόκειται για κάτι διαφορετικό... Θα μπορούσε για παράδειγμα να είναι κάποιο ψυχρό αποτύπωμα, που σαν φωτογραφία, ή κινηματογραφική σκηνή έχει με κάποιον μυστηριώδη και άγνωστο (αλλά φυσικό ίσως) τρόπο χαρακτεί στο σημείο, και υπό κάποιες συνθήκες να προβάλλεται, ή να αναπαράγεται σαν ηχώ... Ή, να πρόκεται για κάποιο είδος «σκεπτομορφής». Ακόμα και στην περίπτωση που υπάρχει ανταπόκριση σε πιθανές προκλήσεις του ερευνητή κι αλληλεπίδραση μαζί του, θα μπορούσε το αποτέλεσμα, ο ήχος, η μορφή, σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό, να πηγάζει, ή να αντλεί δύναμη και να υλοποιείται από το υποσυνείδητο του μάρτυρα (-μια προσέγγιση την οποία κυρίως διερευνά η «παραψυχολογία»). Και υπάρχουν κι άλλες πιθανές εξηγήσεις, όπως βέβαια και πράγματα που δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε ακόμα.
Όλα αυτά βέβαια είναι θεωρητικές προσεγγίσεις, όπως θεωρητική είναι και η ιδέα περί «πνευμάτων»... Και φυσικά όλες αυτές τις παραδοσιακές αντιλήψεις τις έχω πάντα στην άκρη του νου έτοιμες προς διερεύνηση, και σε κάθε ευκαιρία προσπαθώ να πειραματίζομαι μαζί τους.
Έχω συμμετάσχει σε πολλές εκτενείς συζητήσεις αναφορικά με το θέμα των «πνευμάτων», κάποιες φορές και τηλεοπτικά, οπότε δεν χρειάζεται να κουράσω επαναλαμβάνοντας εδώ τις απόψεις μου. Αν πάντως κάποιος δεχτεί την παραδοσιακή ερμηνεία τους, τότε νομίζω πως εύκολα μπορεί να προχωρήσει και στον διαχωρισμό τους σε «καλά» και «κακά» πνεύματα, αφού κι όταν ακόμα βρίσκονται εν ζωή, οι άνθρωποι με βάση τον χαρακτήρα τους μπορούν να χαρακτηρίζονται «καλοί» ή «κακοί»...
  
Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα που θεωρώ πολύ σημαντικό. Όπως σε πολλούς είναι γνωστό, ένα ζήτημα που μ’ έχει απασχολήσει ιδιαίτερα στις μελέτες και τις έρευνές μου είναι αυτό της «Σκιάς». Τί ακριβώς είναι η «Σκιά»; ...Σίγουρα δεν θα την χαρακτήριζα «πνεύμα», αλλά περισσότερο θα την παρομοίαζα με «ενέργεια», ή «δίνη»... Δεν θα επεκταθώ περισσότερο (όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να διαβάσει σχετικά στο ειδικό blog που έχω σχετικά με αυτό το θέμα), αναφέρω όμως εδώ τη «Σκιά» γιατί έχω διαπιστώσει ότι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, φαινόμενα που παραδοσιακά αποδίδονται σε «πνεύματα», όπως η «μόρα», τα ‘poltergeist’, ή ακόμα και σε «δαιμόνια» (ακόμα κι η ιδέα του «διαβόλου» εμπεριέχει πολλά στοιχεία της), απορρέουν απ’ αυτήν. 

4.)Έχουμε δει ομάδες ghosthunting να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται πολύ γρήγορα. Για ποιο λόγο πιστεύεις ότι γίνεται αυτό? γιατί το ghost hunting στην Ελλάδα είναι υπαρκτό μόνο σε σελίδες του internet και εκπομπές σε "μικρούς" ράδιο-τηλεοπτικούς σταθμούς?

Λοιπόν, θα σου πω μια ιστορία που μου θύμισες με αυτήν την ερώτηση, που πιστεύω πως λέει αρκετά για την Ελληνική πραγματικότητα...
Η πρώτη φορά που παρουσιάστηκε ομάδα Ελλήνων «κυνηγών φαντασμάτων» στην τηλεόραση, πρέπει να ήταν σε μια πρωινή Κυριακάτικη εκπομπή του ANT-1, το 2005, αν θυμάμαι καλά. Επίσης θυμάμαι τις πολύ χαρακτηριστικές νότες του κλασικού κομματιού του Ray Parker, Jr., να ακούγεται ως εισαγωγή για τη συγκεκριμένη ενότητα, και τον οικοδεσπότη της εκπομπής, Νίκο Μάνεση, έχοντας μάλλον διαβάσει αρκετά καλά το βλέμμα που έριχνα εκείνη τη στιγμή στον φίλο, Βασίλη Σάιτ, που καθόταν απέναντί μου, να παρεμβαίνει άμεσα προσπαθώντας να διορθώσει κάπως τα πράγματα, διευκρινίζοντας πως το ζήτημα που θα κουβεντιάζαμε ήταν αρκετά σοβαρό.  
Παρά ταύτα, κατά τη διάρκεια εκείνης της συζήτησης, βρέθηκα σε αντιπαράθεση με δύο βουλευτές, που είχαν ξεμείνει στο πάνελ απ' την προηγούμενη συζήτηση (για την ιστορία, ο ένας ήταν ο Άρης Σταθάκης, που δεν έκρυβε την περιφρόνησή του για το θέμα, μια και είχε πιο σοβαρά θέματα ν' ασχοληθεί: όπως, ας πούμε, τα...αυτοκίνητα). Κάποια στιγμή μάλιστα, ο έτερος βουλευτής (το όνομά του μου διαφεύγει), με όλη τη σοβαρότητα, μας ρώτησε εάν είχαμε κάποιο πτυχίο που να μας παρείχε την αρμοδιότητα να μπορούμε να μιλάμε σχετικά και να ασχολούμαστε με το θέμα.
Εξήγησα λοιπόν στους βουλευτές πως αυτό που κάναμε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα ακριβό χόμπυ, αφού δεν κερδίζαμε χρήματα απ’ αυτό, αλλά επίσης τόνισα πως για την έλλειψη σχετικής παιδείας, που να παρέχεται από το κράτος εδώ (όπως κάποια παρεμφερή θέματα διδάσκονταν σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού) υπεύθυνοι φυσικά δεν είμασταν εμείς, που προκειμένου ν' αναπληρώσουμε το κενό, είμασταν υποχρεωμένοι να επενδύουμε πολύ μεγάλα ποσά για να εξασφαλίσουμε την απαραίτητη βιβλιογραφία μόνοι μας...
Αυτό λοιπόν είναι ένα από τα σημαντικά προβλήματα που έχουν τέτοιες έρευνες στην Ελλάδα. Εκείνος που ενδιαφέρεται πραγματικά, θα πρέπει να επενδύσει μεγάλα κεφάλαια για να αποκτήσει την απαραίτητη παιδεία και γνώση, τα οποία εξαρχής γνωρίζει πως είναι απίθανο να αποσβέσει μελλοντικά, αφού οι έρευνες αυτές, όσο σοβαρές και πρωτοποριακές κι αν είναι, πολύ δύσκολα θα επιφέρουν οικονομικά οφέλη που να επαρκούν για να εξασφαλίσουν πως θα μπορούσε κανείς να ασχοληθεί μ’ αυτές επαγγελματικά.
Από εκείνη ακόμα την εποχή, κατά καιρούς είχα συμμετάσχει σε συζητήσεις σχετικά με την πιθανότητα κάποιας τηλεοπτικής παραγωγής με τέτοιες έρευνες, αλλά κάτι τέτοιο δεν προχώρησε, είτε γιατί ορισμένες συνεργασίες τελικά δεν ευδοκίμησαν, είτε γιατί απλά δεν μου έγινε κάποια σοβαρή πρόταση κι εγώ δεν είχα τον απαραίτητο χρόνο για να «τρέξω» το θέμα περισσότερο.
Βέβαια, μ’ αυτή την ιδέα κανείς συμβιβάζεται νωρίς, και σε τελική ανάλυση, το πιθανό κέρδος, παρότι χρήσιμο ώστε να μπορεί να χρηματοδοτήσει τη συνέχεια των ερευνών, δεν είναι το βασικό ζητούμενο, όταν κανείς νιώθει αυτή την εσωτερική ορμή για τέτοιες αναζητήσεις. Πολύ απλά λοιπόν, συνέχισα να διεξάγω έρευνες, συγκεντρώνοντας ένα πολύ πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό, που, ελπίζω κάποια στιγμή να βρω τον απαραίτητο χρόνο για να βάλω σε μια τάξη και να βρω έναν τρόπο να το αξιοποιήσω, ώστε να μπορώ να το μοιραστώ και με τον κόσμο.
Αυτά τα λέω για να μπορεί κανείς να σχηματίσει μια πιο ολοκληρωμένη άποψη συγκρίνοντας την κατάσταση που επικρατεί σήμερα, με εκείνην που υπήρχε προ δεκαετίας. Το γεγονός πάντως είναι πως, μέσα σ' αυτό το διάστημα τίποτα δεν άλλαξε στην Ελλάδα στον τομέα αυτόν. Ή μάλλον άλλαξε, αλλά σίγουρα όχι προς το καλύτερο, κι έτσι το θέμα εξακολουθεί να παραμένει υποβαθμισμένο και από κάποιους να αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, ή ακόμα και χλευασμό. Κι αυτό, όπως ξέρεις, δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα στους ερευνητές, αφού τα άτομα που βιώνουν παράξενες καταστάσεις που θα είχαν ενδιαφέρον να διερευνηθούν, πολλές φορές διστάζουν να επικοινωνήσουν και να μιλήσουν δημόσια γι αυτό, φοβούμενα το πως θα αντιμετωπιστούν από τον κοινωνικό τους περίγυρο.
Απ’ την άλλη βέβαια, στις νεώτερες τουλάχιστον ηλικίες, σιγά-σιγά δημιουργείται ένα κοινό που επηρεασμένο κυρίως από τις ξένες σειρές, θα ήθελε να δει κάτι ανάλογο κι εδώ. Αυτό άλλωστε είχε ως αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να δημιουργηθούν και νέες ομάδες, όπως παρατήρησες, που ασχολήθηκαν με το 'ghost hunting', κάποιες εκ των οποίων έχουν κατά καιρούς καταφέρει να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των media σε κάποιον βαθμό, και έχουν κάνει απόπειρες να ξεπεράσουν τα όρια της διαδικτυακής παρουσίας, με σκοπό την παραγωγή μιας τηλεοπτικής σειράς. Φαίνεται όμως πως η κατάσταση, αυτήν την εποχή τουλάχιστον, είναι πολύ δύσκολη, αφού η κρίση έχει περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τα κεφάλαια που πριν λίγα χρόνια ξοδεύονταν στα κανάλια με μεγαλύτερη ευκολία.
Αυτό λοιπόν πιθανότατα κάποια στιγμή να αποθαρρύνει άτομα που έχουν επενδύσει μπόλικο χρόνο και αρκετό χρήμα σε τέτοια εγχειρήματα που τελικά δεν έχουν αποδώσει τα προσδοκούμενα, με αποτέλεσμα κάποιες ομάδες, όπως λες, να χάνονται απ' το προσκήνιο.

Προσωπικά θα ήθελα κάποια στιγμή να δω μια τέτοια σειρά να φτάνει στην τηλεόραση, αρκεί βέβαια η παραγωγή να ήταν αξιόλογη. Από δείγματα που έχω δει μέχρι στιγμής από τις διάφορες ομάδες, φαίνεται να υπάρχει προοπτική για κάτι ενδιαφέρον, αν και σίγουρα υπάρχουν και περιθώρια βελτίωσης. Το λέω αυτό γιατί αυτά που βλέπω συνήθως εξαντλούνται σε μια πιστή αντιγραφή των ξένων προτύπων τους -με τα οποία πρότυπα, έτσι κι αλλιώς διαφωνώ, για λόγους τους οποίους εξήγησα νωρίτερα... Χρειάζεται νομίζω κάτι λίγο περισσότερο αυθεντικό, όχι μια απλή εισαγωγή ενός ξένου προϊόντος.
Και είναι λίγο άδικο η έρευνα αυτή σήμερα να μοιάζει τόσο «εισαγώμενη», ενώ η Ελληνική ιστορία έχει μια τόσο πλούσια παράδοση για αυτά τα θέματα, που οι περισσότεροι αγνοούν.
Κάποιος που θα ενδιαφερόταν να διεκδικήσει τον τίτλο του πρώτου Έλληνα «κυνηγού φαντασμάτων», θα έπρεπε να ταξιδέψει τουλάχιστον... 2.000 χρόνια πριν, στην εποχή του αρχαίου φιλοσόφου, Αθηνόδωρου, για τον οποίον ο Πλίνιος ο νεώτερος μας μεταφέρει την ιστορία με το «φάντασμα», (ή, ήταν «πνεύμα»;) που κατάφερε να διώξει από μια στοιχειωμένη οικία των Αθηνών. Τέτοιες ιστορίες λοιπόν που έχουν αποτελέσει κυριολεκτικά την πλατφόρμα κατασκευής πάνω στην οποία στηρίχθηκαν οι παραδόσεις και πεποιθήσεις περί «φαντασμάτων» του Δυτικού κόσμου, συνέβαιναν κάποτε εδώ.
Αλλά γιατί να πάμε τόσο μακριά; ...Πόσοι άραγε έχουν διαβάσει τις αναφορές στις σελίδες του περιοδικού της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών του Τανάγρα σχετικά με τις έρευνες περιπτώσεων 'poltergeist', σε σπίτια σ' όλη την Ελλάδα;
Ο Έλληνας νομίζω πως πρέπει να γνωρίσει την κληρονομιά του και να μάθει την άγνωστη ιστορία του. Κι όταν οι συνθήκες βελτιωθούν και παρουσιαστεί η ευκαιρία, να μπορέσει να γίνει κάτι πραγματικά αξιόλογο κι αυθεντικό. Κάτι που θα αξίζει να προβληθεί ακόμα και στο εξωτερικό.

5.)Για τελευταία ερώτηση και να σε ευχαριστήσω κάπου εδώ...Τι συμβουλές δίνεις σε επίδοξους ερευνητές-κυνηγούς

Να και μια εύκολη ερώτηση που μπορώ να σου απαντήσω σε μια μόνο σειρά. Λοιπόν, τα έχω ήδη γράψει όλα, εδώ..:) 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου